- πορτλάνδιος
- -α, -ο, θηλ. και -ος, Νφρ. «πορτλάνδια βαθμίδα» ή, απλώς, «το πορτλάνδιο»γεωλ. κανονική παγκόσμια υποδιαίρεση τού ιουρασικού και τών πετρωμάτων που σχηματίστηκαν κατά τη διάρκειά του, βαθμίδα που προηγείται τής πουβέρκιας βαθμίδας και ακολουθεί την κιμμέρια βαθμίδαθ) «πορτλάνδια στρώματα» — υποδιαίρεση τών πετρωμάτων τού ανώτερου ιουρασικού στη Μεγάλη Βρετανία και στη βορειοδυτική Ευρώπη.
Dictionary of Greek. 2013.